Μνημεῖο μὲ βαρὺ πολιτιστικὸ καὶ ἱστορικὸ φορτίο εἶναι ὁ Βυζαντινὸς Ἱερὸς Ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοπαναγιᾶς καί βρίσκεται στὴν Ἀνατολικὴ Ἀττικὴ, Βόρεια τῆς Παιανίας, στὸν ὁμώνυμο οἰκισμὸ Παλαιοπαναγιὰ. Ἀπέχει 17χλμ ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, μόλις 300 μέτρα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τοῦ Μετρὸ Κάντζας – Παιανίας, στὴν ἔξοδο 17 τῆς Ἀττικῆς ὁδοῦ, περίπου 3 χλμ. ἀπὸ τὴ λεωφόρο Λαυρίου (ἀπὸ τὸν κόμβο τοῦ Βασιλόπουλου ἀκολουθῶντας τὴν ὁδὸ Λεονταρίου), καὶ 1.4 χλμ ἀπὸ λεωφόρο Σπάτων (ἀπὸ τὴν διασταύρωση γιὰ Παλλήνη ἀκολουθῶντας τὴν ὁδὸ Παλαιοπαναγιᾶς).
Ἡ ἐκκλησία εἶναι μικρὴ καμαροσκέπαστη βασιλικὴ μὲ ἡμιεξαγωνικὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Οἱ γενικὲς διαστάσεις της εἶναι 5 επί 9.5 μ. περίπου. Στὴν πρόσοψη πάνω ἀπὸ τὴν θύρα εἰσόδου, ὑπάρχει μικρὸ ἀψίδωμα ποὺ πάνω του βρίσκεται μικρὸ στενόμακρο παράθυρο. Ἡ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ ἔχει στενόμακρο παράθυρο σὲ τύπο πολεμίστρας.
Στὴν βόρεια πλευρὰ τῆς ἐκκλησίας διατηρεῖται τμῆμα παλαιότερου Βυζαντινοῦ κτίσματος. Πρόκειται γιὰ τὴν βόρεια κόγχη ἑνὸς τρίκογχου ἤ τετράκογχου ναοῦ μὲ τροῦλο, ποὺ καταστράφηκε μέσα στὴν Τουρκοκρατία ἴσως ἀπὸ σεισμὸ καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὴν σημερινὴ ἐκκλησία ἐνσωματώνοντας ἔντεχνα τὴν Βυζαντινῆς ἐποχῆς βόρεια κόγχη. Αὐτὴ ἡ βόρεια κόγχη εἶναι ἡμιεξάγωνη καὶ διατηρεῖται ἀκέραιη σὲ ἄριστη κατάσταση (ἀργολιθοδομὴ ἀπὸ ἀρχαῖες πλίνθους στὰ χαμηλὰ σημεῖα καὶ ἐπιμελημένο πλινθοπερίκλειστο σύστημα στὰ ψηλότερα). Ἔχει ἐσωτερικὴ διάμετρο 2.34μ. καὶ ὑψόμετρο τοῦ κλειδιοῦ τοῦ τεταρτοσφαιρικοῦ θόλου της 4.72μ. Ἐξωτερικὰ εἶναι ἡμιεξάγωνη, ἔχει δίλοβο παράθυρο μὲ πλαίσιο ἀπὸ τοῦβλα καὶ μαρμάρινο κιονίσκο μὲ τυπικὸ ἐπίθυμα, μὲ ἀνάγλυφο σταυρὸ πλαισιωμένο μὲ φύλλα καὶ ρόδακα στὸ συμφυὲς κιονόκρανο. Ἐδῶ ὑπάρχουν πολὺ ἐνδιαφέρουσες τοιχογραφίες τοῦ 12ου αἰῶνα. Ψηλὰ εἶναι ἡ Κοίμησης τῆς Θεοτόκου καὶ χαμηλότερα ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ὁλόσωμος. Οἱ ὑπόλοιπες τοιχογραφίες τοῦ Ναοῦ μπορεῖ νὰ χρονολογηθοῦν στὸν 17ο μὲ 18ο αἰῶνα. Στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ ὑπάρχει ἡ Πλατυτέρα καὶ κάτω ἕξι ὁλόσωμες μορφές: οἱ Εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Ματθαῖος, οἱ Προφῆτες Σολομῶν καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ Ἅγιοι Γρηγόριος καὶ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Πάνω ἀπὸ τὴν Πρόθεση, ὑπάρχει ὁ Ἅγιος Στέφανος καὶ δεξιὰ στὸ Διακονικὸ ὁ Ἅγιος Νικάνωρ. Ἀπὸ ἐπάνω ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ στὸ μέσον τὸ Ἅγιον Μανδήλιο.
Στὸ προαύλιο χῶρο ὑπάρχουν διάσπαρτα μεταβυζαντινὰ μέλη.
Ἡ περιοχὴ Παλαιοπαναγιὰ καὶ τὸ γειτονικὸ Παπαγγελάκι ὑπῆρχαν σὰν μικρὰ χωριὰ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς Φραγκοκρατίας (1204 – 1453) καὶ ὁ ναὸς ἦταν μᾶλλον μετόχι τῆς μονῆς Καισαριανὴς πού μέρος τῶν κτημάτων τῆς περιοχῆς τὰ κατεῖχε τὸ συγκεκριμένο μετόχι. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ στηρίξουμε στὸ ὅτι στὴν 1η περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας στὸ κτηματολόγιο τῆς Μονῆς Καισαριανὴς ἀναφέρεται ὅτι ἡ Μονὴ κατεῖχε στὴν Παλαιοπαναγιὰ ἕνα «ζευγάρι κτῆμα» ἤτοι 250 στρέμματα.
Μὲ Βασιλικὸ Διάταγμα Φ.Ε.Κ. 194 17 Ἰουλίου 1923 «περὶ ἀνακηρύξεως ὡς Βυζαντινῶν Μνημείων τῶν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ Ἀττικὴ Ναῶν, κτισθέντων πρὸ τοῦ 1830» ὁ Ναὸς ἀνακηρύχθηκε ὡς Βυζαντινὸ Μνημεῖο καὶ παραδόθηκε στὶς νεότερες γενιές της Παιανίας σὰν ἐξωκλῆσι ποὺ ἑόρταζε στὶς 15 Αὐγούστου. Στὴν ἑορτὴ αὐτὴ συνέρρεε πολὺς κόσμος καὶ τὸ πανηγύρι ποὺ παραδοσιακὰ γινόταν, ἦταν λαμπρό, ἀνάλογο μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ γεγονότος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ προσωνυμία Παλαιοπαναγιὰ δόθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Παιανίας γιὰ νὰ τονιστεῖ, προφανῶς, ἡ ἀπὸ αἰώνων ὕπαρξη καὶ λειτουργία τοῦ Ναοῦ αλλά καὶ γιὰ νὰ ὑπάρξει διάκριση ἀπὸ νεότερο ὁμώνυμο ναὸ στὴν Παιανία. Τὸ προσωνύμιο αὐτό, ὅπως γίνεται συνήθως, πῆρε καὶ ἡ γύρω περιοχή. Στὶς 16 Μαίου 1996 μὲ τὸ Φ.Ε.Κ. 81, μέ τό Προεδρικὸ Διάταγμα 104, ἱδρύεται ἡ Ἐνορία Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοπαναγιᾶς στὸν Δῆμο Παιανίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς. Στὴν ἴδια ἐνορία ἀνήκει καὶ ὁ Ἱερὸς Ναὸς Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (Μισοσπορίτισσα).
Τόπος ἁγιασμένος ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του ποὺ δέχεται αἰῶνες τώρα τὶς ἱκεσίες τῶν χιλιάδων ἀφανῶν προγόνων μας, ἀλλὰ καὶ τὶς δικές μας. Τόπος εὐλογημένος ποὺ γαληνεύει, ἐμπνέει καὶ ἀνατάσσει τὴν ψυχή μας, ἔχοντας γίνει σταθμὸς τῆς λατρευτικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας.
Ἀπὸ ὑλικὸ τοῦ προσωπικοῦ ἀρχείου τοῦ κ. Παναγιώτη Ι. Παπασιδέρη.
Φωτογραφίες
Ιωάννης Κυριακίδης
Κωνσταντίνος Τζέλιος